- σκελοτύρβῃ
- σκελοτύρβηlameness in the legfem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκελοτύρβη — lameness in the leg fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκελοτύρβη — η, ΝΑ ιατρ. είδος παράλυσης λόγω τής οποίας τα σκέλη κουτσαίνουν άτακτα κατά το βάδισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκέλος + τύρβη «ταραχή, σύγχυση, αταξία»] … Dictionary of Greek
σκέλος — ους, το, ΝΜΑ 1. καθένα από τα κάτω άκρα τού ανθρώπου ή τα πίσω πόδια τού ζώου, που περιλαμβάνει τον μηρό, την κνήμη και το άκρο πόδι που καταλήγει στα δάχτυλα (α. «κολοβωμένα σκέλη» β. «τοῡ μὲν πρώτου κατέαξαν τὰ σκέλη», ΚΔ γ. «τὰ σκέλη... καὶ τὰ … Dictionary of Greek